Κυπραίος

Κυπραίος
θηλ. Κυπραία (Μ Κύπραιος, θηλ. Κυπραία) [Κύπρος]
Κύπριος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κυπραίικος — η, ο [Κυπραίος] 1. κυπριακός («κυπραίικο κρασί») 2. φρ. «κυπραίικο γαϊδούρι» πολύ αγροίκος και αναιδής άνθρωπος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”